- σαϊτ(τ)εύω
- μετ.1) стрелять из лука (в кого-что-л.); пускать стрелу (в кого-что-л.); 2) перен. пронзать (взглядом); 3) поражать, ранить любовными стрелами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαΐτεμα — και σαΐττεμα και σαγίτ(τ)εμα, το, Ν [σαϊτ(τ)εύω / σαγιτ(τ)εύω] το ρίξιμο τής σαΐτας, εκτόξευση βέλους … Dictionary of Greek
σαϊτευτής — και σαϊττευτής και σαγιτ(τ)ευτής, ο, θηλ. τρια, Ν [σαϊτ(τ)εύω / σαγιτ(τ)εύω] αυτός που ρίχνει σαΐτα, τοξότης … Dictionary of Greek
σαϊτεύω — και σαϊττεύω και σαγιτ(τ)εύω ΝΜ [σαΐτ(τ)α / σαγίτ(τ)α] σημαδεύω και χτυπώ με σαΐτα, τοξεύω νεοελλ. μτφ. χτυπώ κάποιον με τα βέλη τού έρωτα … Dictionary of Greek